συντιμωρώ

συντιμωρώ
-έω, Α
1. σπεύδω μαζί με άλλους για βοήθεια
2. συνωμοτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τιμωρῶ «βοηθώ, επιβάλλω τιμωρία, εκδικούμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”